ἐχθόμενος

ἐχθόμενος
ἔχθω
hate
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έχθω — (I) ἔχθω (Α) 1. μισώ, απεχθάνομαι, αισθάνομαι μίσος («οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί», Αισχύλ.) 2. παθ. ἔχθομαι είμαι μισητός («καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχθω είναι υστερογενές και σπάνιο σχηματίστηκε από το μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”